- ὑποβένθιος
- ὑποβένθιος, ον, (βένθος)A = ὑποβύθιος, AP7.636 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποβένθιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβένθιος — ον, Α ὑποβύθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βένθος «βυθός τής θάλασσας» + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek